ὀψοπώλης

ὀψοπώλης
ὀψο-πώλης, ου, ,
A victualler, esp. fishmonger, Gloss.:—fem. [suff] ὀψό-πωλις (sc. ἀγορά), ιδος, fishmarket, Clearch. 16, Plu.Tim.14; cf. sq.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οψοπώλης — ὀψοπώλης, ὁ, θηλ. ὀψόπωλις (ΑΜ) πωλητής ψαριών, ιχθυοπώλης μσν. το θηλ. η σύζυγος τού ιχθυοπώλη αρχ. το θηλ. ψαραγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «ψάρι» + «πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • οψοπωλία — ὀψοπωλία, ἡ (Α) [οψοπώλης] η πώληση όψων και ιδίως ψαριών …   Dictionary of Greek

  • οψοπώλιον — ὀψοπώλιον, τὸ (ΑΜ) [οψοπώλης] τόπος όπου πωλούνταν εδέσματα παρασκευασμένα και ιδίως ψάρια …   Dictionary of Greek

  • οψόπωλις — ὀψόπωλις, ἡ (ΑΜ) βλ. οψοπώλης …   Dictionary of Greek

  • προπινάριος — ὁ, ΜΑ ιδιοκτήτης καπηλειού, ταβερνιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. popinarius «οψοπώλης, ταβερνιάρης»] …   Dictionary of Greek

  • όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”